- παρασυμπαθητικός
- -ή, -ό1. (ανατ.-φυσιολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παρασυμπαθητικό νεύρο»)2. φρ. «παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα»ανατ. τμήμα τού φυτικού νευρικού συστήματος με αποκλειστικά κινητικές και εκκριτικές ίνες που λειτουργεί ανταγωνιστικά προς το συμπαθητικό νευρικό σύστημα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. parasympathetic (< παρ[α]-* + συμπαθητικός)].
Dictionary of Greek. 2013.